- ανάθημα ή ανάθεμα
- Στην αρχαιότητα, ο όρος δήλωνε το αφιέρωμα σεέναν θεό. Οαναθέτης προσέφερε ένα αντικείμενο, ένα γλυπτό, ένα κόσμημα ή οτιδήποτε άλλο σχετικό στη θεότητα, ευχαριστώντας για κάτι που πέτυχε ή κέρδισε ή απέκτησε· ευγνωμονώντας για βοήθεια ή θεϊκή προστασία που του δόθηκε σε κρίσιμη στιγμή· παρακαλώντας για κάτι·από ευσέβεια, για να δώσει o πιστός χαρά (αγαλλίαση) στον θεό.
H ποικιλία των α. είναι απέραντη: όπλα, κοσμήματα, πολύτιμα υφάσματα, ανάγλυφα, ποικίλα αγάλματα, βραβεία που είχαν πάρει αθλητές σε αγώνες, ολόκληροι ναοί, θησαυροί. Τα α. ήταν ατομικά ή ομαδικά: ενός συλλόγου ή και μιας πόλης ολόκληρης ή και ακόμα γενικότερα, όπως για παράδειγμα o χρυσός τρίποδας των Πλαταιών, που προσέφεραν μετά την ομώνυμη μάχη στον Απόλλωνα των Δελφών όλες οι ελληνικές πόλεις που είχαν πάρει μέρος στους Μηδικούς πολέμους.
Το α., που λεγόταν και ανάθεμα,από το ρήμα ανατίθημι, λέγεται στα νεότερα χρόνια τάμα ή τάξιμο. Το έθιμο αυτό είναι αρχαιότατο και απαντάται σε όλες τις θρησκείες. To α. εκφράζει την πίστη και την υποταγή του ανθρώπου ή και μιας πόλης (και ιδιαίτερα εκείνου που βρίσκεται σε δύσκολη θέση ή σε κίνδυνο) προς τους θεούς, από τους οποίους ζητά ευμένεια και βοήθεια. Οι πρώτοι χριστιανοί θεωρούσαν τα α. ως ασέβεια και τα χαρακτήριζαν πράξη τυπικού μαύρης μαγείας, με σκοπό να προκληθεί κάποιο κακό στον πλησίον. Στην Παλαιά Διαθήκη, οι Εβδομήκοντα απέδωσαν αυτό τον όρο στην εβραϊκή λέξη χέρεμ, που σήμαινε: α) την αφιέρωση προσώπων ή αντικειμένων στον Θεό και β) αντικείμενα παραδομένα στην οργή του Θεού και, επομένως, καταραμένα. Στην Καινή Διαθήκη σημαίνει: α) τον αφιερωμένο στον Θεό ή σε κάποια ιερή υπηρεσία (Γαλ. α’ 16, β’ 12) και β) τον αποχωρισμένο από την κοινωνία της αγάπης με τον Χριστό και τους άλλους ανθρώπους και, επομένως, τον καταραμένο, τον αναθεματισμένο (Α’ Κορ. ιστ’ 22, Ρωμ. θ’ 3).
Αυτή τη δεύτερη και κακή σημασία του όρου με τη μορφή της λέξης α. συναντούμε και στους ιερούς κανόνες της εκκλησίας: «Ει τις κληρικός ή λαϊκός ... ανάθεμα έστω ...», σημαίνει εκείνον που χωρίστηκε οριστικά από την κοινωνία της εκκλησίας και επομένως στερήθηκε τη θεία χάρη και τα αποτελέσματά της. Παράλληλα, χρησιμοποιείται και ο όρος αφορισμός, που έχει τη σημασία μιας ελαφρύτερης ποινής, δηλαδή ενός προσωρινού αποκλεισμού από την εκκλησιαστική κοινωνία.
α. κατά Βενιζέλου.Ενέργεια αντιβενιζελικών οργανώσεων και της Ιεράς Συνόδου που αποσκοπούσε στην πολιτική εξόντωση του Ελευθέριου Βενιζέλου. Οργανώθηκε επειδή ο Βενιζέλος προχώρησε στον σχηματισμό της κυβέρνησης Εθνικής Άμυνας και ενέπλεξε την Ελλάδα στον Α’ Παγκόσμιο πόλεμο στο πλευρό των συμμάχων, γεγονός που δυσαρέστησε τον γαμπρό του Κάιζερ, βασιλιά Κωνσταντίνο. Το α. έγινε στο Πεδίον του Άρεως, στην Αθήνα, στις 12/25 Δεκεμβρίου 1916 και το απήγγειλε ο αρχιεπίσκοπος Αθηνών και πάσης Ελλάδος Θεόκλητος μπροστά στα μέλη της φιλοβασιλικής κυβέρνησης Λάμπρου, τη στρατιωτική ηγεσία και την Ιερά Σύνοδο. Ανάλογες ενέργειες οργανώθηκαν, επίσης, σε όλες τις πόλεις και τα χωριά που ελέγχονταν από τους βασιλικούς.
Ο αυτοκράτορας Ερρίκος Δ’, που τον είχε αναθεματίσει ο πάπας Γρηγόριος Ζ’, ζητά τη μεσολάβηση της Ματθίλδης της Κανόσας, για να γίνει δεκτός από τον πάπα και να του ζητήσει άφεση. Αριστερά, ο Ούγος, άγιος της Δυτικής Εκκλησίας.
Το «ανάθεμα» κατά του Ελευθέριου Βενιζέλου, από λιθογραφία εποχής (φωτ. από την έκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
Dictionary of Greek. 2013.